- κεντήματος
- κέντημαpointneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αζούρ — (γαλλ. ajour). Είδος κεντήματος που γίνεται, στην πρώτη φάση, με την αφαίρεση κλωστών από το ύφασμα και μετά με τη συρραφή, με ειδικό τρόπο, εκείνων που απέμειναν. Υπάρχουν πολλοί τύποι α. * * * το (άκλιτο) είδος διάτρητου κεντήματος, που… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ζυγομαλά — Το Μουσείο Κεντητικής Τέχνης της Λουκίας Zυγομαλά λειτούργησε για πρώτη φορά το 1937 στον εκθεσιακό χώρο που προστέθηκε γι’ αυτόν το σκοπό στην εξοχική κατοικία της οικογένειας Zυγομαλά (Αυλώνα Αττικής). H επανέκθεση των αντικειμένων, που… … Dictionary of Greek
τελάρο — το (λ. ιταλ.) 1. πλαίσιο για τέντωμα κεντήματος: Τελάρο κεντήματος. 2. ξύλινο πλαίσιο πόρτας, παραθύρου κτλ., κάσα, περβάζι. 3. ξύλινο τετράγωνο σκεύος για τοποθέτηση και μεταφορά φρούτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
биѥниѥ — БИѤНИ|Ѥ (11), ˫А с. Действие по гл. бити. 1.В 1 знач.: въ ругателную порфиру ѡблеченъ [Христос иудеями] и вѣнчеваѥмъ. поношенноѥ колѣнокланѩниѥ. и долу главноѥ бьѥниѥ. смѣшныи вопль. прорци намъ кто ѥсть оударѩ˫аи тѩ. (πυγμήν) ФСт XIV, 52а. 2. Во … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγραμάς — ο είδος κεντήματος με κρόσσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενετ. agraman] … Dictionary of Greek
αλυσίδα — Σύνολο από αλληλένδετους μεταλλικούς κρίκους, που σχηματίζουν ένα όργανο ανθεκτικό στην έλξη. Χρησιμοποιείται κυρίως για την ανύψωση φορτίων, για τη μετάδοση της κίνησης και για την αγκυροβόληση πλοίων. Οι κρίκοι μπορούν να κατασκευαστούν από… … Dictionary of Greek
βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… … Dictionary of Greek
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek